Άγιος Νικόλαος Αχαΐας (Σπάτα)

Ένα ιστολόγιο για το χωριό Σπάτα Αχαΐας

Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2015

Η ιστορία του χωριού

Τρίτη, Δεκεμβρίου 01, 2015 1 σχόλια

Η ιστορία του χωριού χάνετε στο βάθος του χρόνου. Τα γύρω τοπωνύμια, όπως Παλιοχώρι, Παλιοκάντουνο, Κάστρο, Αϊ Λιας, Αϊ Γιάννης μαρτυρούν τη συνεχή παρουσία κατοίκων στο χωριό από παλιά.
Σπάτος – Σπάτα, Λέξη ελληνικότατη.

Την αναφέρουν οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς και σημαίνει δέρμα, αποξέσματα δερμάτων (σχολ. Εις Αριστοφάνη) Λεξικό: LIDDELL Scott.

Ίσως το χωριό να πήρε το όνομα του από επώνυμο των πρώτων εγκατασταθέντων εκεί κατοίκων, όπως συνήθως συμβαίνει σύμφωνα με ιστορική έρευνα ένας ηγεμόνας μιας Αρβανίτικης φάρας ο Γκίνης Μπόκας Σπάτα το 14ο αιώνα κυρίευσε και κατείχε για ένα διάστημα την Άρτα (1374).

Από εκεί οι Αρβανίτες ξεχύθηκαν και εγκαταστάθηκαν στην Αιτωλοακαρνανία και αργότερα στην Πελοπόννησο, Αχαΐα, Ηλεία κι αλλού.



Εξάλλου πολλά αρβανίτικα τοπωνύμια μαρτυρούν την εκεί εγκατάστασή τους. Πάντως, απ΄όσο θυμούνται οι μεγαλύτεροι, δεν υπάρχει στο χωριό οικογένεια Αρβανίτικης καταγωγής.


Μετά την Τουρκοκρατία, το 1829-1830,επί κυβερνήσεως του Καποδίστρια, μια γαλλική επιστημονική αποστολή που ακολουθούσε του στρατηγού Μαιζώνος, διερεύνησε πληθυσμιακή έρευνα στην ελεύθερη ποια περιοχή και αναφέρεται ότι το Spata-Σπάτα ανήκε στην επαρχία της Γαστούνης και είχε 18 οικογένειες. 
 
Το 1845 εγινε διοικητική διαίρεση του κράτους σε Νομούς – Επαρχίες – Δήμους (ΦΕΚ 32/8/12/1845) και το Σπάτα με άλλους οικισμούς συμπεριελήφθη στο δήμο Βουπρασίων του Νομού Ηλείας με έδρα την Μανωλάδα.

Το 1927 το Σπάτα έγινε ανεξάρτητη κοινότητα (ΦΕΚ 32/8/12/1845) και ανήκε στο Νομό Ηλίας μέχρι το 1974, οπότε με απόφαση της Νομαρχίας Αχαΐας, που δημοσιεύτηκε στο υπ’ αριθμό 187 ΦΕΚ 2/7/1974, συμπεριελήφθη στο Νομό Αχαΐας. Εκκλησιαστικά όμως ανήκει στη Μητρόπολη του Πύργου Ηλείας. Στις 17/1/1957(ΦΕΚ 11) το Σπάτα μετονομάστηκε σε Άγιο Νικόλαο.



Με το νόμο «Καποδιστριακό» είχε συμπεριελήφθη με άλλους οικισμούς στο νεοσύστατο δήμο Λαρισσού που είχε έδρα το Λάππα. Με το νέο νόμο «Καλλικράτης» ο δήμος Λαρισού (και επομένως και το Σπάτα) συμπεριελήφθη στο δήμο Δύμης με έδρα την Κάτω Αχαΐα.

Σύμφωνα με την απογραφή του 2001 το Σπάτα είχε 384 κατοίκους, 140 ο συνοικισμός Αγ. Κωνσταντίνος και 15 η Μονή του Αγ. Νικολάου.

Οι κάτοικοι του χωριού ανέκαθεν ήταν αγρότες γεωργοί και κτηνοτρόφοι. Γι’ αυτό πόλοι έφυγαν αναζητώντας μια καλύτερη τύχη στα αστικά κέντρα, κυρίως στην Πάτρα, ενώ άλλοι παρά τις δυσκολίες σπούδασαν και έγιναν δάσκαλοι, καθηγητές, γιατροί και υπάλληλοι σε διάφορες υπηρεσίες.



Σήμερα στο χωριό μόνιμα διαμένουν περίπου 40 οικογένειες και εξακολουθούν ν’ ασχολούνται με την γεωργία, την κτηνοτροφία και την καλλιέργεια της ελιάς ή του αμπελιού. Η παραγωγή σε ελαιόλαδο είναι πλούσια και τα κρασιά είναι άριστης ποιότητας.

Read more... 👆

Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2015

Ιερά Μόνη Αγ.Νικολάου Σπάτα

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 01, 2015 0 σχόλια

Η Ιερά Μόνη Αγ. Νικολάου Σπάτα βρίσκεται στο ομώνυμο χωριό του Δήμου Λαρισσού αλλά υπάγεται εκκλησιαστικά στη Μητρόπολη Ηλείας.

Με αφορμή την εύρεση θαυματουργής εικόνας που η παράδοση την τοποθετεί στα χρόνια της εικονομαχίας χτίστηκε εκκλησάκι για τους προσκυνητές στις αρχές του 19ου αιώνα και αργότερα (1875) άλλο μεγαλύτερο στη θέση του.


Σύμφωνα με την παράδοση Αχαιών και Ηλείων οδοιπόροι κατευθύνονται προς το προσκύνημα του Αγίου την ημέρα της εορτής της παρόδου του λειψάνου.

Κατά την παράδοση και διάφορες ιστορικές πηγές το 1087 το ιερό λείψανο μετακομιστεί από τα Μύρα της Λυκίας (σημερινή Τουρκία) στο Μπάρι της Ιταλίας όπου εναποτέθηκαν στις 20 Μάιου. Η νοτιοδυτική Ελλάδα γιορτάζει το πέρασμα του λειψάνου στις 10 Μαΐου.


Η Ιερά Μονή βρίσκεται σε υψόμετρο περίπου 400 μέτρων σε μια μαγευτική τοποθεσία,ανάμεσα στις καταπράσινες κορυφές Αϊ-Λιά, Ρουπακιά και Γαριζά.


Το μοναστήρι ιδρύθηκε στα τέλη του 18 αιώνα. Σήμερα έχει μεταβληθεί σε μια μοναστική κοινότητα με πολλαπλή φιλανθρωπική δράση κέντρο λατρείας για Αχαιούς και Ηλείους. Υπάρχει και ορφανοτροφείο.

Read more... 👆

Παρασκευή 1 Μαΐου 2015

Η πάροδος του λειψάνου του Άγιου Νικολάου

Παρασκευή, Μαΐου 01, 2015 0 σχόλια
Χάρτης της Ευρώπης κατά το 1097.
Το Μπάρι ανήκει στο Πριγκηπάτο των Νορμανδών 
Μύρα στο Σουλτανάτο του Ρουμ

Βρισκόμαστε στο έτος 1087.Αυτοκράτωρ Ρωμαίων είναι εδώ και έξι χρόνια ο Αλέξιος Α’ ο Κομνηνός και Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως από τριετίας ο Νικόλαος Γ’ ο Γραμματικός.

Τριάντα τρία χρόνια πριν (1054), οι Εκκλησίες της Ρώμης και της Κωνσταντινουπόλεως έχουν ανταλλάξει αναθέματα και έχουν διακόψει την κοινωνία μεταξύ τους.

Το Σχίσμα μεταξύ Ανατολής και Δύσεως είναι γεγονός. Δεκαέξι χρόνια πριν, στις 26 Αυγούστου 1071, ο στρατός της Βασιλείας των Ρωμαίων έχει υποστεί ταπεινωτική ήττα στο Μαντζικέρτ της Αρμενίας και ο ελέω Θεού Αυτοκράτωρ Ρωμαίων Ρωμανός Δ’ ο Διογένης έχει πιαστεί αιχμάλωτος στα χέρια του Αλπ Αρσλάν, Σουλτάνου των απίστων Σελτζούκων Τούρκων. Η Μικρά Ασία έχει περάσει κατά το μεγαλύτερο τμήμα της στην επικράτεια του Σουλτανάτου του Ρουμ.

Η μακρά περίοδος της καταπίεσης και του εξισλαμισμού της χριστιανικής Μικράς Ασίας έχει αρχίσει. Από το 1076 έχει περάσει στα χέρια τους και η Ιερουσαλήμ. Κατά τα πρώτα έτη βασιλείας του Αλεξίου Α’ ανακτάται ο έλεγχος της Μικράς Ασίας, αλλά σύντομα κάποια τμήματά της περνούν εκ νέου υπό τον έλεγχο των Μωαμεθανών ασιατών εισβολέων.
 
Η εν Νικαία Πρώτη Οικουμενική Σύνοδος. 
Στην πρώτη σειρά, δεύτερος από δεξιά, ο Άγιος Νικόλαος. Τοιχογραφία από την εκκλησία Σταυροπόλεως στο Βουκουρέστι της Ρουμανίας

Μεταξύ αυτών και η μικρή πόλη των Μύρων της Λυκίας στο νοτιοδυτικό άκρο της μικρασιατικής χερσονήσου, την οποίαν είχε ποιμάνει κατά τον τέταρτο αιώνα ως επίσκοπος ο Άγιος Νικόλαος, ο πρωταγωνιστής της Α’ Οικουμενικής Συνόδου της Νικαίας της Βιθυνίας. Σημαντικότερος θησαυρός της πόλεως, που της προσδίδει ιδιαίτερη αίγλη σε όλο το χριστιανικό κόσμο, είναι τα μυροβολούντα λείψανα του Αγίου, τα οποία αναπαύονται επί επτά αιώνες σε μαρμάρινη σαρκοφάγο εντός της βασιλικής που έχει ανεγερθεί προς τιμήν του.

Η βασιλική του Αγίου Νικολάου στα Μύρα της Λυκίας (σημερινό όνομα Demre)

Εκμεταλλευόμενοι τη σύγχυση από τις δυσμενείς για την περιοχή εξελίξεις, ναυτικοί έμποροι από το Μπάρι της Απουλίας αφαιρούν τα λείψανα του Αγίου και τα μεταφέρουν στην πατρίδα τους. Σύμφωνα με μία εκδοχή, διέρρηξαν τη λάρνακα και τα έκλεψαν, παρά τις αντιδράσεις των Ορθοδόξων μοναχών.

Το εσωτερικό της αναστηλωμένης από το Ίδρυμα Ωνάση βασιλικής του Αγίου Νικολάου

Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, εξ αιτίας των δεινών που υφίστατο η περιοχή από τους εισβολείς, οι μοναχοί που διακονούσαν στο προσκύνημα του Αγίου συναίνεσαν στην πρόταση των Ιταλών εμπόρων, που στην πραγματικότητα ήταν κληρικοί, να πραγματοποιήσουν την ανακομιδή των ιερών λειψάνων και τη μετακομιδή στο Μπάρι.

Η συληθείσα σαρκοφάγος του Αγίου Νικολάου στο ναό των Μύρων

Οι ίδιοι οι βέβηλοι δικαιολόγησαν την πράξη τους ισχυριζόμενοι ότι αφαίρεσαν τα λείψανα κατόπιν οράματος στο οποίο ο ίδιος ο Άγιος τους παρακάλεσε να μεταφέρουν τα λείψανά του, προκειμένου αυτά να σωθούν από τη Μουσουλμανική επέλαση.

Η μετακομιδή των λειψάνων του Αγίου Νικολάου.
Εικόνα του 17ου αιώνα από το Μουσείο Ιστορίας της πόλης Σανόκ της Πολωνίας

Ο ναός του Αγίου στο Μπάρι

Στις 9 Μαΐου του 1087 τρία εμπορικά καράβια έμπαιναν ξανά στο λιμάνι της πατρίδας τους, υστέρα από ένα ταξίδι στην Αντιόχεια της Κοίλης Συρίας. Η πόλη τα υποδέχτηκε ως ανεκτίμητο θησαυρό με ιδιαίτερο ενθουσιασμό και συγκίνηση. Ένα από αυτά της έφερνε τα ιερά λείψανα του Αγίου Νικολάου του θαυματουργού.

Η αγία τράπεζα, κάτω από την οποία βρίσκεται η κρύπτη με τα πολύτιμα κειμήλια

Για να τα στεγάσει μάλιστα, έκτισε μια μεγαλόπρεπη νέα Βασιλική στο όνομα του Αγίου και την 1η Οκτωβρίου του 1089 τα απέθεσε εκεί πανηγυρικά, σε μια κρύπτη της κάτω από τη μεγάλη μαρμάρινη Αγία Τράπεζα, ο Πάπας Ουρβανός Β΄. Από τότε παραμένουν εκεί. Στο ναό του Μπάρι έχει λειτουργήσει τα τελευταία χρόνια Ορθόδοξο παρεκκλήσι.

Η κρύπτη με τα σεπτά λείψανα

Κατά τη συναξαριστική παράδοση, τα τρία πλοία με το άγιο λείψανο αναχώρησαν από τα Μύρα την 1η Απριλίου του 1087 και έφθασαν στο Μπάρι στις 20 Μαΐου. Κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού τοποθετείται χρονικά και η πάροδος του ιερού λειψάνου από τα Επτάνησα. Υπάρχουν διάφορες εικασίες για πιθανή στάση τους προς ανεφοδιασμό, είτε στη Ζάκυνθο, είτε αλλού, χωρίς ωστόσο να είναι δυνατή κάποια απόδειξη βάσει ιστορικών στοιχείων.

Εξωκκλήσι του Αγίου Νικολάου στο Μπανάτο της Ζακύνθου

Το βέβαιο είναι πάντως ότι το ιστορικό αυτό γεγονός καταγράφηκε ανεξίτηλα στη συνείδηση του ευσεβούς λαού της Ζακύνθου και της απέναντι πελοποννησιακής ακτής, ο οποίος κληροδότησε το γεγονός αυτό ως ιερή παρακαταθήκη στους απογόνους του, ώστε αυτή η ευλογημένη πάροδος να εορτάζεται πανηγυρικά στις 10 Μαΐου από τότε μέχρι σήμερα.

Το καμπαναριό του Αγίου Νικολάου των Σχίνων
Κέντρο του εορτασμού στη Ζάκυνθο είναι ο ναός του Αγίου Νικολάου των Σχίνων στο χωριό Φιολίτης, στον οποίο είναι αποθησαυρισμένο τμήμα του ιερού λειψάνου. Εορτάζει επίσης ο ιστορικός ναός του Αγίου Νικολάου του Μώλου στη Χώρα, καθώς και πολλά εξωκκλήσια στη ζακυνθινή ενδοχώρα.

Η εικόνα του Αγίου Νικολάου Σπάτα
Την ημέρα αυτή εορτάζει το προσκύνημα του Αγίου Νικολάου στο χωριό Σπάτα, το οποίο υπάγεται διοικητικά στο Δήμο Λαρισσού Αχαΐας και εκκλησιαστικά στην Ιερά Μητρόπολη Ηλείας και Ωλένης.Το παράδοξο αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι ο σημερινός Δήμος Λαρισσού ανήκε στο παρελθόν διοικητικά στην Ηλεία. Ο ποταμός Λαρισσός ή Ριολίτικο ποτάμι ήταν το όριο μεταξύ Αχαΐας και Ήλιδος. Κατόπιν ευρέσεως εικόνας του Αγίου Νικολάου που θεωρείται θαυματουργή, στις αρχές του 19ου αιώνα χτίστηκε εκκλησάκι για τους προσκυνητές και το 1875 ο ναός που υπάρχει μέχρι σήμερα.

Αχαιοί οδοιπόροι κατευθύνονται προς το προσκύνημα του Σπάτα.
Η φωτογραφία αυτή, καθώς και αυτές από τη Ζάκυνθο είναι από το Νυχθημερόν του πατρός Παναγιώτη Καποδίστρια

Το πανηγύρι του Αγίου Νικολάου Σπάτα συγκεντρώνει μεγάλο αριθμό πιστών από την Αχαΐα και την Ηλεία, οι οποίοι συνηθίζουν να προσέρχονται πεζοί, διανύοντας πολλές φορές μεγάλες αποστάσεις. Με αυτό τον τρόπο τιμούν το Μυροβλύτη Άγιο, ο οποίος έστω και υπό αυτές τις περιστάσεις ευλόγησε την περιοχή μας στο αναγκαστικό ταξίδι του προς την Ιταλία.
Read more... 👆

Κυριακή 1 Μαρτίου 2015

Έπιπλα – Σκεύη (πού ξέχασες)

Κυριακή, Μαρτίου 01, 2015 0 σχόλια


ΑΡΜΑΡΙ

Το αρμάρι ήταν ξύλινο και συνήθως έμπαινε σε κάποια εσοχή παραθύρου. Χωριζόταν σε ράφια και έκλεινε με μικρές δίφυλλες πόρτες με τζαμλίκια. 

Πάνω στα ράφια στρώνονταν άσπρα χαρτιά ή υφάσματα με νταντέλες. Μέσα έμπαιναν τα πιατικά και τα κρύσταλλα και καμιά φορά φαγητά και τρόφιμα. Αργότερα ήταν μια τετράγωνη μεταλλική ντουλάπα με σίτα γύρω-γύρω που κρεμιόταν από τα πάτερα ή από το ταβάνι, όπου έβαζαν τα τρόφιμα.

ΓΙΟΥΚΟΣ

Πάνω σε μια βάση ή σε μια κασέλα τοποθετούσαν με σειρά διπλωμένα ομοιόμορφα τα χοντρά κυρίως ρούχα του σπιτιού, όπως σαϊσματα, κουβέρτες, απλάδια, φλοκάτες, παπλώματα κ.α. Αν το σπίτι είχε κορίτσια τότε για το καθένα υπήρχε και ο γιούκος του, ο οποίος ανάλογα με την ηλικία(του κοριτσιού), ήταν και το ύψος του γιούκου. Πολλές φορές το χρόνο και ιδίως την άνοιξη οι νοικοκυρές τα έβγαζαν στα μπαλκόνια και τα άπλωναν στις ξύλινες φράχτες για να αεριστούν και να τα δουν οι υποψήφιοι γαμπροί ή να τα επιδείξουν στη γειτονιά.

ΕΙΚΟΝΟΣΤΑΣΙ

    Το εικονοστάσι στην αρχή ήταν μια σανίδα στερεωμένη στην ανατολική γωνία του υπνοδωματίου αν υπήρχε και πάνω ακουμπούσαν τις εικόνες. Από το ταβάνι στερεωνόταν το καντήλι που με αλυσίδες κατέβαινε μέχρι κάτω για να διευκολύνεται το άναμμα. Αργότερα έγινε ξύλινο έπιπλο με δίφυλλες τζαμωτές πόρτες που μέσα έβαζαν τις εικόνες, αγιασμό, βάγια και ότι άλλο κλαδί έπαιρναν από τις γιορτές. Δίπλα του τοποθετούσαν τη στεφανοθήκη του ζευγαριού.


ΚΑΔΡΟ

     Ήταν ξύλινα πλαίσια σκαλιστά με τζάμι που μέσα έβαζαν φωτογραφίες, εικόνες, κεντήματα και τα κρεμούσαν στον τοίχο ή στο τζάκι.

ΚΑΘΙΣΜΑΤΑ

     Τα πρώτα καθίσματα που χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι ήταν τα τσιούμπια από κορμούς δέντρων και τα σκαμνιά φτιαγμένα από σανίδες, ύψους 30-40 εκατοστών. Αργότερα χρησιμοποιούσαν τις ξύλινες καρέκλες με το ξύλινο ή ψάθινο κάθισμα και αν δεν έφταναν τα καθίσματα κάθονταν στο σαμάρι, στο κασόνι ή στο κάρτο που χρησίμευε για το μέτρημα των δημητριακών.

ΚΑΘΡΕΠΤΕΣ

     Υπήρχαν διαφόρων ειδών καθρέπτες, άλλοι τοποθετημένοι στα φύλλα των ντουλαπιών και άλλοι ως κομμάτια τζαμιών κρεμασμένοι με σκοινί στον τοίχο ή ακουμπισμένοι στα έπιπλα.

ΚΑΣΕΛΑ

     Επίμηκες ξύλινο κιβώτιο, απλό ή σκαλιστό στην μπροστινή όψη του με χερούλια δεξιά και αριστερά για να πιάνεται. Μέσα έβαζαν ρούχα, τρόφιμα και άλλα αντικείμενα.

ΚΑΣΟΝΙ

    Είναι ένα απλό μεγάλο ξύλινο πλατανίσιο κιβώτιο με διαστάσεις 2x1x1 μέτρα με το μισό φύλλο της πάνω πλευράς να ανοίγει. Εσωτερικά χωριζόταν σε διαμερίσματα(μάτια) και έβαζαν γεννήματα (βρόμη, στάρι, καλαμπόκι), τραχανά, μανέστρα μέσα σε πανινοσακούλες φτιαγμένες στον αργαλιό και διάφορα άλλα τρόφιμα. Τα κασόνια τα τοποθετούσαν στα σπίτια, στην αποθήκη ή στο κατώι.

ΚΟΥΝΙΑ ή ΣΑΜΑΡΙΤΣΑ

Η κούνια ήταν ξύλινη κατασκευή από ντόπιους μαστόρους που κοίμιζαν και κούναγαν τα παιδιά μέχρι να περπατήσουν. Την κούνια την έλεγαν σαμαρίτσα και ήταν σαν σαμάρι ανάποδο για να κουνιέται.

ΚΡΕΒΑΤΙ
    
 Τα κρεβάτια ήταν πρόχειρες κατασκευές από δύο τρίποδα σχήματος Π που πάνω τους έβαζαν σανίδια. Πάνω στις σανίδες έστρωναν σαϊσματα ή φτιαχτά στρώματα που τα γέμιζαν με πούσια (φλούδες αραποσιτιού), άχερα ή κουρέλια. Για σκέπασμα είχαν κουρελούδες, μπαντανίες και κουβέρτες. Για κρεβάτι χρησιμοποιούσαν επίσης τα κασόνια και τις κασέλες. Το κρεβάτι σκεπαζόταν όταν δεν το χρησιμοποιούσαν, με πολύχρωμες κουβέρτες με κρόσσια και υφασμάτινες ταινίες. Κάτω από τα κρεβάτια έκρυβαν καλάθια, παπούτσια και διάφορα αντικείμενα.

ΚΡΕΜΑΣΤΡΑ

 Μια σανίδα με βιδωμένους γάντζους ή καρφωμένες πρόκες στερεωμένη δίπλα ή πίσω από την πόρτα, χρησίμευε για κρεμάστρα των επισκεπτών. Υπήρχαν και κρεμάστρες του εμπορίου με ξύλινες χειρολαβές για το κρέμασμα των ρούχων.

ΜΠΑΟΥΛΟ

 Το μπαούλο ήταν ένα ξύλινο μακρόστενο κιβώτιο με μήκος ένα μέτρο, πλάτος 50 εκατοστά και ύψος 60 εκατοστά, από τα οποία τα 10 καταλαμβάνει το καπάκι στην επιφάνεια (η οποία ήταν όλη ανοιγόμενη). Δεξιά και αριστερά είχε μεταλλικά χερούλια, ενώ στην μπροστινή όψη υπήρχαν κλειδαριές που κούμπωναν στο καπάκι. Η επιφάνειά τους ήταν μεταλλική ή ξύλινη λουστραρισμένη με παραστάσεις σκαλιστές ή ανάγλυφες, διακοσμημένες με μεταλλικά καρφιά. Το μπαούλο χρησίμευε για να αποθηκεύουν οι νοικοκυρές και οι νυφάδες  τα χρήματα, τα προικιά τους, τα ρούχα τους και στις γωνίες του έκρυβαν οτιδήποτε πολύτιμο είχαν (φωτογραφίες, συμβόλαια, ταυτότητες και χρήματα). Την επιφάνειά του τη χρησιμοποιούσαν για κάθισμα.

ΠΙΑΤΟΘΗΚΗ

Απλό ξύλινο έπιπλο καρφωμένο στον τοίχο της κουζίνας.

ΤΡΑΠΕΖΙ

    Το τραπέζι ήταν τετράγωνο ή μακρόστενο, ενός μέτρου ύψους, με τέσσερα πόδια ξύλινα με στρωμένες σανίδες πάνω του. Το χρησιμοποιούσαν για το φαγητό, για να ανοίγουν οι νοικοκυρές φύλο για το στρωτό ή να κόβουν τις χυλόπιτες, να τρίβουν και να απλώνουν τον τραχανά, να γράφουν και να διαβάζουν τα παιδιά. Εκτός από το ψηλό τραπέζι υπήρχε και το χαμηλό ( ο σοφράς) περίπου 30 εκατοστών, το οποίο χρησίμευε για να τρώνε στο παραγώνι και για να κάνει η νοικοκυρά τις καθιστικές δουλειές.

ΦΟΡΤΣΕΡΙ
Ξύλινο έπιπλο μικρότερο από μπαούλο για να τοποθετούν ασπρόρουχα ή πιατικά ή αντικείμενα αξίας.


Βαρέλα
Κυλινδρικό ξύλινο βαρελάκι που το κρεμούσαν με σχοινί ή αλυσίδα. Αποτελείτο από μικρές σανίδες(δόγες)και δύο πάτους που δενόταν με δύο σιδερένια στεφάνια. Στο πάνω μέρος είχε το στόμιο με το φελλό ή το ξύλο. Μετέφεραν νερό στο αμπέλι ή στο χωράφι. Χωρούσε 3-5 λίτρα νερό ή κρασί.

Βαρέλι
Κυλινδρικό ξύλινο δοχείο, που στη μέση ήταν πιο παχύ. Δενόταν συνήθως με τέσσερα σιδερένια ή ξύλινα στεφάνια. Είχε δύο τρύπες, μια στη βάση για να βγαίνει το νερό και μια στη μέση της κυρτής επιφάνειας για να γεμίζει. Χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες για να μεταφέρουν νερό από τη βρύση ή να το φορτώνουν στα ζώα δύο μαζί.

Γουβάς
Κωνικό μεταλλικό πλατύστομο σκεύος που στο πάτο του έφερε στεφάνι. Στα χείλη του πιάνετε καμπυλωτή σιδερόβεργα, για να κρατιέται. Το χρησιμοποιούσαν για πότισμα των ζώων και μεταφορά τροφών.

Γουδί

Πέτρινο ξύλινο και αργότερα μπρούτζινο που χτυπούσαν μέσα καρύδια, αμύγδαλα, σκόρδα και διάφορα τρόφιμα με τον ειδικό κόπανο(γουδοχέρι)

Δαχτυλήθρα

Μικρή μεταλλική θήκη που μπαίνει στο μεσαίο δάχτυλο του δεξιού χεριού και σπρώχνει την βελόνα ή την σακοράφα.

Κανάτα

Πήλινο, γυάλινο ή ξύλινο σκεύος με χερούλι στα πλάγια. Χρησιμοποιείται για να κερνάμε νερό ή κρασί στο τραπέζι. Το ξύλινο είναι με λεπτές δόγες που τις συγκρατούν μικρά στεφάνια.

Κανίστρα

Είναι πλατύστομο καλάθι πλεγμένο με λεπτό καλάμι και ψιλές βέργες. Οι μεγάλες έχουν πλεγμένες με βέργες δύο λαβές για να πιάνονται. Τη χρησιμοποιούσαν για κόλλυβα, ψωμί στα μνημόσυνα κλπ.

Καντήλι

Ήταν ένα ποτήρι γυάλινο ή σιδερένιο με ένα βαμβακερό φυτίλι γεμάτο λάδι και νερό. Αργότερα βγήκαν τα ποικιλόχρωμα με διάφορα σχήματα, με τις αλυσίδες που κρεμόταν από το ταβάνι δίπλα στα εικονίσματα που τραβώντας από τον  κάτω χαλκά έφταναν μέχρι το ύψος της νοικοκυράς να το ανάψει. Χρησιμοποιούσαν καντηλήθρες και φυτίλια.

Καβουρντιστήρι ή καρφουντίστηρι

Σκεύος-μηχάνημα κυλινδρικό λαμαρινένιο με συρόμενο ή ανοιγόμενο πορτάκι πάνω στο κύλινδρο που τον διαπερνούσε μια σιδερόβεργα, που στη μια άκρη ήταν μυτερή και στην άλλη είχε κούρμπα με λαβή που διευκόλυνε να περιστραφεί.

Καυκί

Μικρό ξύλινο ημισφαιρικό σκεύος πλατύστομο χωρίς λαιμό με κούπωμα που κλείνει.

Κόπανος

Μονοκόμματο ξύλινο εργαλείο με χερολαβή που η μια πλευρά του ήταν ορθογώνια και η άλλη κωνική, για το κοπάνημα των μουλιασμένων χοντρόσκουτων στο ποτάμι.

Κούπες

Γυάλινα πήλινα ή ξύλινα σκεύη σε διάφορα μεγέθη. Κούπες ή μουρχούτες λέγανε και τα βαθιά πιάτα που έτριβαν στο γάλα ή έτρωγαν τις τριφτιάδες.

Κουτάλια ή χουλιάρια

Διάφορα μεγέθη σε σιδερένια, μπρούτζινα και ξύλινα φτιαγμένα από ξύλο κουμαριάς με ολόγιομο φεγγάρι από ντόπιους μαστόρους. Είχαν κουτάλια του γλυκού, του φαγητού και κουτάλες για «κένωμα».

Κρισάρα

Ξύλινο κυλινδρικός σκεύος από λεπτή ή χοντρή συρμάτινη σήτα για το ξεχώρισμα του αλευριού από τα πίτουρα. Υπήρχαν δύο ειδών κρισάρες η χοντρή για το κοσκίνισμα για το φτιάξιμο του ψωμιού και η ψιλή για τις λειτουργιές τους κουραμπιέδες και τις μπουγάτσες.

Λαΐνα

Πήλινα πλατύστομα σκεύη με μεγάλη κοιλιά και πήλινο καπάκι. Με στενό λαιμό η μια και τα χερούλια κοντά στο στόμιο, ενώ η άλλη χωρίς λαιμό και στην κοιλιά οι χειρολαβές. Αποθήκευαν ξύδι, τουρσί, πετιμέζι κ.α.

Λάμπα

Η λάμπα ήταν το κυρίως γυάλινο φωτιστικό του σπιτιού που έκαιγε φωτιστικό πετρέλαιο. Στο κάτω μέρος της λάμπας που χρησίμευε και σαν βάση πιανόταν το έλασμα για το κρέμασμα, αποθήκευε το πετρέλαιο και βίδωνε ο μηχανισμός που ανέβαζε το φυτίλι. Το λαμπόγιαλο στερεωνόταν στο μηχανισμό του φυτιλιού.

Λεβέτη

Μεγάλο χαλκωματένιο κυλινδρικό δοχείο με δύο χερούλια κοντά στα χείλια που χωρούσε γύρω στα 50 λίτρα. Το χρησιμοποιούσαν στο ποτάμι για να βράζουν νερό για το πλύσιμο ή για να μαγειρέψουν μεγάλες ποσότητες φαγητού για γάμους ή για το βγάλσιμο του ούζου.

Λυχνάρι ή φωτέλι

Τσίγκινη ή λαμαρινένιο κωνική κατασκευή που από το στενό του άνοιγμα έβγαινε το φυτίλι. Το κρέμαγαν σε καρφί μέσα στο τζάκι για να φωτίζει αμυδρά στη γωνία ή το έπαιρναν στο χέρι όταν κατέβαιναν στο κατώγι. Έβγαζε πολύ καπνό.

Μαλάθα

Πλεχτή καλάθα με πλατιά κοιλιά και κούπωμα, για να φυλάνε το ψωμί και άλλα τρόφιμα.

Μάσια-μάσα

Σιδερένιο εργαλείο που αποτελείται από μια σιδερόβεργη λαβή με κρίκο πίσω για να κρέμεται και το τριγωνικό άκρο που το κόλλαγε ο σιδεράς στη βέργα. Ήταν απαραίτητο εργαλείο του σπιτιού για το ξύσιμο των ξύλων και το μάζεμα της στάχτης. Στη μάσα του φούρνου η σιδερόβεργα είναι μακρύτερη και το τριγωνικό άκρο είναι γυρισμένο προς τα μέσα για να πιάνονται καλύτερα τα ξύλα και τα ταψιά.

Μποτίλια (μπουκάλα)

Γυάλινο σκεύος που χρησιμοποιείται για την αποθήκευση ποτών, λαδιού(και το κέρασμα του κρασιού στο τραπέζι).

Μπρίκι

Φτιαγμένο από χαλκό ή λαμαρίνα με ουρά για να πιάνεται. Χρησιμοποιείται για το ζέσταμα νερού ή παρασκευή τσαγιού και καφέ.

Μύλος

Κυλινδρική μηχανή που αποτελείται από δύο κύρια μέρη για το άλεσμα του καφέ. Στο πάνω μέρος προσαρμοζόταν η μανιβέλα που με την περιστροφή γύριζαν τα γρανάζια αλέθοντας τον καφέ, που έπεφτε στο κάτω δοχείο αλεσμένος.

Νιφτήρας

Για την οικονομία του νερού η λαμαρινένια νιφτήρα με μικρή κάνουλα κρεμασμένη στο τοίχο, από κάτω είχε λεκάνη για το νίψιμο.

Παγούρι

Ξύλινο ή μεταλλικό αγγείο για μεταφορά του βοσκού στο χωράφι. Το κρεμούσαν στο λαιμό ή στη ζώνη.

Πιρούνια

Μπρούτζινα, σιδερένια και ξύλινα μικρά και μεγάλα από ντόπιους τεχνίτες.

Πλαστήρι

Ξύλινο σκεύος με τετράγωνη ή παραλληλόγραμμη ορθογώνια επιφάνεια με μακρύ στρογγυλό χέρι για να πιάνεται. Πάνω σε αυτό έπλαθαν το ζυμάρι από το σκαφίδι για να γίνει καρβέλι ή κουλούρα. Με το πλαστήρι έστρωναν και έσπρωχναν τα καρβέλια και τα ταψιά στο φούρνο.

Πλάστης

Κυλινδρικό ραβδί που πλάθεται το ζυμάρι για να γίνει λεπτό φύλλο για στρωτό, μανέστρα, πίτες κ.α.

Πυροστιά

Είναι τρίγωνο ισοσκελές σε κάθε γωνία, ακουμπούσε κάθετα ένα πόδι 20 εκατοστών ύψος. Υποβαστάζει πάνω από τη φωτιά τα καζάνια, τον τέντζερη και άλλα μαγειρικά σκεύη.

Σατέρι ή στατέρι

Μεταλλικό όργανο με διαγραμμίσεις σε οκάδες ή κιλά με ελατήριο εσωτερικά. Στο κάτω μέρος είχε το τσιγκέλι για να κρεμιούνται τα προς το ζύγι υλικά, το πάνω μέρος είχε κρίκο για να πιάνεται.

Σίδερο

Είχε σχήμα τριγωνικό από μαντέμι που ήταν κούφιο εσωτερικά για τα κάρβουνα. Άνοιγε από τη μύτη το επάνω καπάκι που ήταν προσαρμοσμένο στη μέση το ξύλινο χερούλι σιδερώματος.

Σκάφη

Ξύλινη στεγανή που έμοιαζε σαν βάρκα. Την χρησιμοποιούσαν από τη στενή πλευρά της για να πλένουν με αλισίβα(στάχτη με νερό) και παλιότερα έριχναν συκόφυλλο στο νερό.


Πηγή: www.antroni.gr
Read more... 👆

Τρίτη 20 Ιανουαρίου 2015

Χάρτης - Διαδρομή

Τρίτη, Ιανουαρίου 20, 2015 0 σχόλια

Από την Πάτρα 54km βρίσκεται το χωρίο Αγ. Νικόλαος (Σπάτα).Ακολουθώντας την εθνική οδό Πατρών-Πύργου (Ε55) μέχρι την διασταύρωση στο χωρίο Καρεικα του δήμου Μόβρης.



Google map (Spata-Achaias)


Google map (Spata-Achaias)


Google map (Ιερά Μονή Αγ.Νικόλαος Σπάτα)


Μετά το χωριό Καρεϊκα και τα χωριά Καραμεσηνεϊκα - Γιουλεϊκα - Φράγκα - Ριόλος - Καγκάδι - Κεφαλεϊκα - Αγ.Κωνσταντίνος φτάνετε στο χωριό Αγ.Νικόλαος Σπάτα.




Read more... 👆

Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2014

Λέξεις πού χάνονται. (A-I)

Σάββατο, Νοεμβρίου 01, 2014 0 σχόλια


Η ανάρτηση Λέξεις που χάνονται αποτελεί δημοσίευμα της ιστοσελίδας του χωριού Αντρώνι Ηλείας (www.antroni.gr) και συντάχθηκε από τον κ. Κ. Παπαντωνόπουλο τον οποίο ευχαριστώ θερμά για την επικοινωνία αλλά και για την καλοσύνη του να επιτρέψει την αναδημοσίευση στο παρών ιστολόγιο.

Στο γλωσσάρι-λεξικό προσπαθεί να θυμηθεί και να καταγράψει τις λέξεις που έφτιαξαν και χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι του τόπου μας, προκειμένου να εκφράζουν τις σκέψεις τους, τα αισθήματά τους, τα πειράγματά τους και γενικά ότι τους ήταν απαραίτητο στην επικοινωνία τους.

Για να μην χαθεί από την μνήμη των μεγαλύτερων και να γνωρίσουν οι νεότεροι:


Α,α

Αβανιά = δυσκολία, στεναχώρια, η συκοφαντία
Αβάρεγος = αχτύπητος
Αβασκαντούρι = βότανο για το ξεμάτιασμα, αμάτιαστο
Αβέρτα = πολύ
Αβέρτικος = απλόχερος
Άγαρμπος = χωρίς τρόπους άνθρωπος, ο χοντροκομένος
Άγανα,(τα) = οι (ενοχλητικές) τρίχες των σταχιών
Αγγιά (τα) = Τα δοχεία και σκεύη της μαγειρικής (κατσαρόλες, πιάτα κ.λπ.).
Αγγείο (το) = δοχείο, σκεύος.
Αγγελοφέρνω = ψιχοραγώ
Αγιογδύτης (ο) = εκμεταλλευτής
Αγλέορας - Αγκλέορας = φυτό  (Βότανο, με γαλακτώδη δηλητηριώδη χυμό δηλητήριο) έφαγα τον αγκλέορα = έφαγα πολύ
Αγκομαχάω = βογκάω από πόνο ή κόπο
Αγκωνάρι, (το) = γωνιακός, ακρογωνιαίος λίθος
Αγκωνή, (η) = η γωνία  του σπιτιού, «μια αγκωνή ψωμιού»)
Αγκρουμάζομαι = ακούω προσεχτικά - κρυφακούω
Αγκουσέβουμαι, αγκούσα = σκάω – στεναχωριέμαι-ζεσταίνομαι-έχω δυσφορία
Αγνάντιο = απέναντι
Άγουρος = ανώριμος, άπειρος νέος
Αγουρίδα, η = το άγουρο ξινό σταφύλι
Αγουριέμαι = το σκυλί αγουριέται = σκούζω - κλαίω δυνατά, από το ρήμα ωρύομαι
Αγριάδα η = αγριόχορτο, θυμός Αγρικώ = ακούω, καταλαβαίνω
Αγύριγος = αγύριστος - να πας στον αγύριστο (διάβολος)
Αδειά,η = διαθέσιμος χρόνος -ευκαιρία - δεν έχω άδειά
Αδειάζω = αδειανός = ευκαιρώ, έχω ελεύθερο χρόνο
Aδερφομοίρια = τα αμοίραστα μερίδια που ανήκαν σε αδέρφια
Αδράχτι = εργαλείο της ρόκας για το γνέσιμο (κλώσιμο) του μαλλιού  για να γίνει νήμα
Αερικό, το = Το φάντασμα, η νεράιδα
Αζάπικος = απείθαρχος - ανυπότακτος - απείθαρχο παιδί Ακόνι, το = πέτρα για λείανση κοφτερών εργαλείων
Ακλαδούρα = άκλαδο, ακλάδευτο, εγκαταλελειμμένο αμπέλι
Ακαμάτης, ο = ο τεμπέλης
Ακούτρουφας = Το κεφάλι
Ακουμπέτι = τέλος πάντων, επί τέλους, παρα ταύτα, "αμέτι μου- ακουμπέτι"
Αλαλάγγιαχτος = ευαίσθητος- υπερήφανος
Αλαλιά = ησυχία – νέκρα
Αλάλιασα = τρέλανα
Αλαξιά = φορεσιά, τράμπα, ανταλλαγή
Αλάργα = μακριά
Αλαφιασμένος, η,ο = τρομαγμένος
Αλαφροΐσκιωτος,η,ο = αυτος που βλέπει αερικά, στοιχειά, φαντάσματα
Άλειμμα = το γουρνάλειμμα ή αλοιφή, χοιρινό λίπος στην λαήνα.
Αλεσιά, (η) = μέτρηση αλεσμένης ποσότητα σταριού στο μύλο. «θέλει μια αλεσιά ψωμί στην καθισιά του»
Αλέτρι = γεωργικό εργαλείο για το όργωμα της γης
Αλισίβα ,η = βρασμένη στάχτη με νερό για το πλύσιμο των ρούχων, το ζεστό πόσιμο νερό
Αλειτούργητος = ο άθρησκος - δεν τον βρίσκεις ποτέ
Αλιγδώνω = αλείφω με ζωικό λίπος, «αλίγδωσε τα ρούχα του» =τα λέρωσε
Αλισβερίσι = συναλλαγή, δοσοληψία, συνεργασία,
Αλογόπετρα (η) = γαλαζόπετρα - θειικός χαλκός
Αλογοσούρτης = ο αλογοκλέφτης
Αλούκουτος, ο = απροσάρμοστος 
Αλουνού = άλλου
Αλύχτημα, το = το γαύγισμα
Αλωνάρης, αλωνιστής, (ο) = ο Ιούλιος
Αλώνι =1.το κυκλικό μέρος σε καταράχι, στρωμένο με πλάκες που αλώνιζαν, 2.το νέφος γύρω από το φεγγάρι.
Αλπού = η αλεπού
Αλπουγάνισμα = άσκοπη περιπλάνηση - όπως η αλεπού που τριγυρνά
Αματτυά, η = χοιρινό λουκάνικο από χονδρό έντερο
Αμελέτητα = τα απόκρυφα μέρη, οι όρχεις
Αμέτι μουχαμέτι = το έβαλε σκοπό ,πείσμα
Αμή, αμί = ναι
Αμπολάω = αμολάω,αφήνω 
Αμόλα = άστον - μην τον υπολογίζεις- δεν είναι στα καλά του
Αμόνι = σιδερένια βάση που πάνω της σφυρηλατούσαν για να διαμορφώσουν το καυτό σίδερο
Άμπακας = πάρα πολύ, πολύ φαγητό, υπερβολικό
Αμπάρι = ξύλινη αποθήκη του σπιτιού για το σιτάρι
Αμπάριζα, (η) = παιδικό παιχνίδι
Αμπλαούμπλας = ο ασουλούπωτος - αυτός που λέει βλακείες
Αμποδάω- αμποδεύω = εμποδίζω- κάνω κουτρούλια σε χωράφι που δεν πρέπει να βοσκηθεί,  αμπόδηκε = δεν άφησε
Άμπουλας= μεγάλη πηγή-αυλάκι Αναγούλα, η = τάση για εμετό
Αναβροχιά = ανομβρία
Ανακαψίλα (η) = η καούρα
Αναγελάω = χλευάζω, κοροϊδεύω
Ανακάρα = κουράγιο
Ανακλαδίζομαι = τεντώνομαι να ξεμουδιάσω με χασμουριτό
Αναμαλλιάρα- αναμαλλιασμένος= με αχτένιστα μαλλιά (αναστατωμένη)
Αναμπουμπούλα (η) = η φασαρία- ανωμαλία-αταξία
Ανανοήθηκα = μισοξύπνησα
Αναπαή (η) = ξεγνοιασιά
Αναμουτεύω = αναζωογονούμαι-γερεύω
Αναπιάνω= ανακατώνω το προζύμι με νερό και αλεύρι- φτιάχνω τη ζύμη του ψωμιού, του τραχανά,κλπ
Ανασμίδι= μικρό γουρουνόπουλο
Αναφαγιά= πείνα, ασιτία
Αναχαράζω = αναμασάω, μυρικάζω
Ανάρια,τα =αραιά
Ανάρμεγος, (η,ο)= το θηλυκό ζώο που δεν έχει αρμεχθεί.
Ανάρτηγο = νηστίσιμο, «Το φαγητό είναι ανάρτηγο»
Ανασταίνω = αναθρέφω, επαναφέρω στη ζωή
Αναφουφουλιάζω = ανασηκώνω, «αναφουφούλιασα το μαξιλάρι»= έξασα το μαλλί
Αναχαράζω = μηρικάζω, λέγεται για κατσίκες
Ανάχρεια =  εργαλεία
Αναχρικά (τα) = τα απαραίτητα πράγματα του σπιτιού (κουζινικά), φυλαγμένα για ώρα ανάγκης
Ανεβατή = η μπομπότα
Ανεβατό = προζυμένιο ψωμί από στάρι
Ανέμη = συσκευή για το τύλιγμα και ξετύλιγμα του νήματος  και ανεμοδούρα
Ανεμίδι = συσκευή που με την περιστροφή του τροχού της επιτρέπει το ξετύλιγμα του νήματος από την ανέμη και μετά το ξανατύλιγμα στα μασούρια
Ανεμοτούρλησα = ανακάτωσα
Ανημπόρια= η αρρώστια
Ανερώτηγα = χωρίς άδεια
Αντάμα =μαζί Αντάρα = καταχνιά, καπνός
Αντάρα, (η) = κακοκαιρία, ταραχή, ομίχλη
Αντί, το = εξάρτημα του αργαλειού, ξύλο κυλινδρικό  που τυλίγεται  το στημόνι( νήμα), αντιά = βγαίνει από την λέξη εντείνω = τραβώ, απλώνω και τανύω = τανώ (τεντώνω)
Ανυφάντρα, (η) = η υφάντρα
Αντίδερο = αντίδωρο
Αντίκρυ = απέναντι
Αντούβιανος = ο χοντράνθρωπος- απρόσεκτος
Αντρίλα= η μυρωδιά που βγαίνει από το σώμα του άντρα
Αντρομίδα = χοντρό υφαντό κλινοσκέπασμα- μάλλινο σκέπασμα
Ανώρας= νωρίς πρωί- πρωί
Αξάι = αλεστικό δικαίωμα
Άπα = περίπατος για μωρά
Απαγγιάζω = κρύβομαι από τον αέρα,
Απάγκιο, το = απάνεμο,  αποκούμπι, από-άγγειος = απάνεμος
Απαντάω = συναντάω κάποιον
Απανιγώμι, (το) = πάνω από το φορτίο(φόρτωμα)
Απαυτώνω = κάνω σεξουαλική πράξη
Απαρατάω = αφήνω-εγκαταλείπω
Απέ (επίρ.) = και λοιπόν (απέ τι έγινε)
Απέκει = κατόπιν
Απέριορα = πέρα από τα όρια- μεσάνυχτα
Απέρναγος = απέραστος
Απήδουλος = μεγάλο πήδημα, απηδοφράχτα  = αυτή που πηδάει τους φράχτες για πονηρό σκοπό
Απίκο (επίρ.) = πάνω στην ώρα
Απλάδι = υφαντό στρωσίδι και κλινοσκέπασμα από πρόβιο μαλλί
Απιθώνω = αποθέτω- σιγουρεύω- ακουμπώ
Απλώστρα,(η) = το εξάρτημα του αργαλειού που κρατάει το αντί
Απλοχεριά, (η) = όσο χωράει μια παλάμη
Απλώνω = κλέβω- παίρνω (δεν απλώνω χέρι)
Απογίνομαι = κατάντια- καταντάω- τα κακά μου χάλια
Αποκιώνω = αποτελειώνω
Αποκόβω = απογαλακτίζω.
Αποκούμπι = στήριγμα για τα γηρατειά
Απόλυσε =  φύτρωσε
Αποξιάρης = απότομος- ωριάρης
Αποπαίρνω = μαλώνω, επιπλήττω - ξεραίνομαι λίγο- μισοπαγώνω
Αποπαίδι = το αποκληρωμένο
Απόρριξε = απόβαλλε (για ζώα)
Απορριξίμι = γεννιέται πριν την ώρα του (νεκρό)- αδύνατος «η γίδα απόρριξε»- πρόωρο- ατελές
Απόσκιο,το = ανήλιαγα, ανήλιος τόπος, το απόγευμα
Αποσούρνω = σαρώνω πρόχειρα
Αποσπερού, (επίρ.)= απόβραδο
Αποσταίνω = κουράζομαι, Απόστασα = κουράστηκα
Απότρυγα = μετά τον τρύγο
Απού = από- απουκάτω- απουκά (αποκάτω)
Αποχτώ = αποχτώ, γενώ παιδί
Αράδα = σειρά
Άρατος = έφυγε, εξαφανίστηκε
Άραχνος = άτυχος- για λύπηση, σκοτεινός «μαύρος και άραχνος»
Αργάζω = επεξεργάζομαι- χτυπάω κάποιον «θα σε αργάσω», θα σε χτυπήσω
Αργαλειός = μηχανισμός για την ύφανση του νήματος ώστε να γίνει υφαντό.
Αργητό = καθυστέρηση «δεν είναι αργητό»
Αργιεύω = αραιώνω
Άρεντος = αράντιστος
Αρίδα (η) = το πόδι- το καλάμι του ποδιού
Αρλούμπα, η = κουταμάρα, ανοησία
Αρίδι (το) = το δράπανο που τρυπάει το ξύλο με το χέρι «η ζήλεια τον πάει αρίδι» (του τρώει την ψυχή)
Αργιολόι, αριολόι = το δριμόνι- το κόσκινο- όταν το δέντρο έχει λίγους καρπούς
Αρκουμάνι = το θηρίο- ο εύσωμος
Άρμη (η) = το πηχτό αρμυρό γάλα μαζί με τρίμματα τυριού
Αρμολόι = γέμισμα των αρμών του τοίχου, αρμολόισμα, βρισιά για το σπίτι «το αρμολόι σου)
Αρμάρι = το ξύλινο ντουλάπι στο κούφωμα του τοίχου που φύλαγαν φρούτα , γλυκά κ.λ.π.
Αρμαθιά, η = ομοειδή πράγματα περασμένα σε σύρμα, μια αρμαθιά κλειδιά
Αρμακάς, ο =στοίβα, σωρός Αρνόκουρα, τα = μαλλιά των αρνιών
Αρμούτσος= τραχανάς με άρμη
Αρνάδα = χρονιάρα προβατίνα που κρατήθηκε για αναπαραγωγή η κατσικάδα για τα γίδια
Αρνόκουρα, τα = μαλλιά από την κουρά των αρνιών
Αρούποτος = αχόρταγος, «το βαγένι που δεν ρουπώνει» (που βγάζει νερό)
Άρπα κόλλα= πρόχειρα- βιαστικά Αρπαχτά= βιαστικά και πρόχειρα
Αρταίνω = νοστιμίζω 
Αρτένουμε =τρώγω μη νηστήσιμα φαγητά, παραβιάζω τη νηστεία
Άρτζ(σ)ι – μπούρτζ(σ)ι = «τρέχα γύρευε», ανακάτωμα, «άρτζ(σ)ι – μπούρτζ(σ)ι και λουλάς», από το αρμενικό αρτζιβούριον = νηστεία τις απόκριες
Ασαλά(χ)ητος = αυτός που δεν παίρνει από λόγια
Ασίκης = λεβέντης, γενναίος ασκέρι, το =ομάδα ανθρώπων, οικογένεια
Ασκί,το = επεξεργασμένο δέρμα κατάλληλο για δοχείο 
Ασουλούποτος, η, ο = ατημέλητος ,ασουλούπωτος
Αστράχα ή αστρέχα= το κενό μεταξύ τοίχου και σκεπής
Αστροφεγγιά, η = τα άστρα φέγγουν χωρίς φεγγάρι.  
Αστρίτης (ο) =η αρσενική οχιά
Αυγατάω = αυξάνω
Άτα = λέξη μωρών για περίπατο
Άταρος = ο αδύνατος «άταρο αυγό» (χωρίς τσόφλι)
Ατσάκιγος = ατσαλάκωτος- που δεν τσακίζεται
Αυγατάω = αυξάνω, φτάνω
Αυτώνω, απαυτώνομαι = πραγματοποιώ σεξουαλική πράξη
Αφαλαρίδα, η = θάμνος με αγκάθια
Αφάλι= χωράφι με καλό και καρποφόρο χώμα
Αφήρι = κοφτερό μαχαίρι- ολοκαίνουριο
Αφόρεγο =  καινούργιο
Αφόρμησε = ερεθίστηκε η πληγή
Άφραγγος, (ο) = χωρίς χρήματα
Αφνιάζομαι = ξαφνιάζομαι
Άφτρα (η) = σπυράκια στη γλώσσα
Άφτουρος, (ο) = δεν επαρκεί, δεν φτάνει
Αφώτιγο = πολύ πρωί πριν χαράξει
Αχαΐρευτος = ανεπρόκοπος

Αχάραγο = πριν το ξημέρωμα

Άχερο, (το) = το άχυρο
Αχαμνός, (η, ο) = ο αδύνατος
Αχαμνά = απόκρυφα μέρη, γεννητικά όργανα
Αχουγιάζω = μαλώνω- φωνάζω δυνατά, αγριεύω
Αχούρι, το = στάβλος γουρουνιών, αχυρώνας, ακατάστατο σπίτι
Αχρόνιαγο = το άτυχο- το κακορίζικο,  χαϊδευτική φράση ή βρισιά για παιδιά
Άχτι, (το) = το γινάτι


Β


Βαγένι = το κρασοβάρελο, μεγάλο ξύλινο βαρέλι για αποθήκευση κρασιού
Βάϊζα = η τσούπα, η κοπέλα
Βάγια = η δάφνη
Βακέτα = δέρμα κατεργασμένο-περιποιημένη γυναίκα
Βάκρα = προβατίνα με μαύρο πρόσωπο.
Βαλαντώνω = στεναχωριέμαι, παιδεύω, παιδεύομαι
Βαλμάς = αυτός που γυρίζει τα άλογα στο αλώνι.
Βάλμα - βαλμά = το παιχνίδι που παίζεται σε κύκλο - κυνηγητό με λουρίδα
Βαράω = χτυπώ
Βαρβατεύω = ευρίσκομαι σε γενετήσιο οργασμό.
Βαρβατσέλι, (το) =  το βαρβάτο, ατίθασο αρσενικό με ερωτικές ορμές
Βαρβατσέλα (η) = βαρβατίλα , η μυρουδιά των αρσενικών κατά την ερωτική περίοδο.
Βάρδα = 1)απομακρύνσου, φύγε, 2) φουρνέλο
Βαρδάρι == το ξύλο του μύλου που ακουμπούσε κροταλίζοντας στην μυλόπετρα για την τροφοδοσία
Βάρδουλο = το δερμάτινο κορδόνι που τοποθετείται μεταξύ σόλας και δέρματος παπουτσιού.
Βαρέλα = (η) ξύλινο μικρό βαρέλι για νερό
Βαρέλι = ξύλινο κυλινδρικό δοχείο, παχύτερο στην μέση για μεταφορά νερού από την βρύση.
Βαρεμένος = χτυπημένος από τα ξωτικά, δαιμονικά, ο βλάκας.
Βαρκό, το = βαρικό, βάλτος βούρκος, ακαλλιέργητο χωράφι γεμάτο νερό που βουλιάζει.
Βαρικό, βαρκό, (το) = βάλτος, βούρκος, χωράφι με νερό
Βασταγό, το = τα μεγάλο ζώο, γαϊδούρι.
Βαρυγομώ = βαρυγκωμώ, βαρύ+γνωμώ.
Βατοκόπι, (το) = κλαδευτήρι με μεγάλο ξύλο (στειλιάρι)
Βατοκρυμμένος = 1)ο κρυμμένος στα βάτα, 2) ο ακοινώνητος
Βγάζω = κηδεύω «τον έβγαλαν»
Βελάνι = ο καρπός της αριάς , βελανιδιάς.
Bαλαντώνω = παιδεύω, καταπονώ, στεναχωρώ, . στενοχωριέμαι, αρρωσταίνω από έρωτα.
Βάρδουλο = το δερμάτινο κορδόνι που τοποθετείται μεταξύ σόλας και δέρματος παπουτσιού.
Βαρέλα = (η) ξύλινο μικρό βαρέλι για νερό
Βαρέλι = ξύλινο κυλινδρικό δοχείο, παχύτερο στην μέση για μεταφορά νερού από την βρύση.
Βαρεμένος = χτυπημένος από τα ξωτικά, δαιμονικά, ο βλάκας.
Βαρκό, το = βαρικό, βάλτος βούρκος, ακαλλιέργητο χωράφι γεμάτο νερό που βουλιάζει.
Βεδούρα, (η) = ξύλινο δοχείο που χρησιμοποιούν οι βοσκοί, «μου ξίνισε η βεδούρα»
Βελέσι = πλεχτό γυναικείο ρούχο από πρόβιο μαλλί.
Βερβερίζω = κλαίω- σκούζω από τον πόνο
Βερέμης = ο ασθενικός άνθρωπος,  καχεκτικός
Βελάζω = φωνάζω δυνατά.
Βελάνι = το βελανίδι
Βελέντζα, (η) = μάλλινο υφαντό του αργαλειού
Βελέσι =  γεροντικό φουστάνι
Βεντέμα = στο φουλ  της δουλειά
Βέργα = λεπτός βλαστός, η λούρα του δασκάλου
Βεργάδι = 1) κατσίκι δυο χρονών , 2) γυναίκα ασουλούπωτη
Βεργολάζα (η) = 1) μεγάλο φίδι , 2) δεντρογαλιά
Βερέμης = άρρωστος, κιτρινιάρης, χτικιάρης, βερέμιασε από το τούρκικο: verem
Βερεσέ, (επίρ.) = με πίστωση, από το τούρκικο veresiye
Βετούλι = κατσίκι μετά από ένα χρόνο ( ενός χρόνου) 
Βίγλα,  (η) = παρατηρητήριο σε κορυφή, σκοπιά.
Βίκα, (η) = η πήλινη στάμνα.
Βίκος, (ο) = φυτό (γρασίδι) και καρπός πολύ θρεπτικός για ζώα.
Βιλάρι = προετοιμασία αργαλειού - το νήμα του αργαλειού.
Βιλαέτι (το) = η επαρχία, διοικητική περιοχή
Βίπα (η) = χαλκοποτισμένο τσοκάνι - κουδούνι (για Γκεσέμι).
Βιρδίλα (η) = το πέος
Βίτσα, (η) = βέργα , μαστίγιο
Bιτσίνα, (η) = εμβόλιο
Βλάγκα, (η) = ξανθιά, ανοιχτόχρωμη γυναίκα (η δασκάλα).
Βλάγκος = όνομα αλόγου με τα ίδια χρώματα σε όλο το σώμα και διαφορετικά στο κούτελο.
Βλάμης = αδελφοποιτός
Βλάχος = ο τσέλιγκας, ο φουστανελάς, ο ακοινώνητος.
Βλαχαδερό = ο αγροίκος
Βλογάει (δε) =  δεν υπάρχει (τίποτε)
Βοϊδομούλαρο = πλατυμούτσουνο μουλάρι - βρισιά σε άνθρωπο - βλάκας.
Βολά ( η) = φορά (πρώτη βολά)
Βούζα (η) = κοιλιά φουσκωμένη - βατράχι μεγάλο.
Βουνό = μεγάλη πέτρα
Βούρ = εμπρός (άκλιτο)
Βούτα = 1) αρπαγή 2) το δοχείο των σιδεράδων για βαφή, ξύλινο δοχείο για τα τσίπουρα  3) το βούτηγμα της μπουκιάς
Βουτσί = 1) κρασοβάρελο – ξιδοβάρελο,  σκεύος για μεταφορά υγρών 2) « είναι βουτσί» στο μεθύσι
Βρακοζώνι, το = η ζώνη
Βραστογαλιά (η) = βραστό γάλα
Βρίσκομαι = βοηθάω, μου βρέθηκε μου έκανε καλό.
Βρούντζος, (ο) = η χρυσόμυγα
Βρομίστρα (η) = το χοντροκομμένο άχερο της βρόμης. 


Γ


Γαϊδουράγκαθο το = ακανθώδεις θάμνος.
Γαϊδουρολάτης, ο = οδηγός του γαϊδουριού
Γανίλα (η) = Το αγάνωτο σκεύος
Γάστρα,  (η)= Σιδερένιο θολωτή κατασκευή(καπάκι) ανοιχτή κάτω που σκέπαζε το φαγητό στην γωνιά. Στη γάστρα ψήνονταν ολόκληρα αρνιά, φαγητά και μπομπότα 
Γδυτός = γυμνός
Γαλάρια,  (τα)=Τα γεννημένα πρόβατα ή γίδια που κρατούν έχουν γάλα, το αντίθετο από τα στέρφα που δεν έχουν
Γεμίδια – γιομίδια = άχρηστα κομμάτια ρούχα για γέμισμα.
Γενάρης,(ο) = ο Ιανουάριος
Γέννημα, το = το σιτάρι
Γέρνω = (μετ.) κοιμάμαι – πάω να γείρω 2) παρακμάζω
Γιαργούτι = το γιαούρτι
Γιδιά = ασκί από γιδοτόμαρο.
Γίδι = γιδοξούρι, ο γιδοφονιάς,  ο αγροίκος.
Γαϊδουριά (η) = κακή συμπεριφορά
Γαϊδουρομουστέλα = πράσινη σαύρα
Γαιδοχουρχούρα= μεγάλη σαύρα
Γιάρα = κοίταξε, δες
Γιεντέκι = ψηλός και άχαρος – στητός.
Γιούκος = σύνολο ρούχων που τοποθετούνται σε ορθογώνια στοίβα.
Γιόμα (το) = το μεσημέρι
Γιοματάρι = το πρώτο κρασί του βαγενιού
Γιουρούκι – γιουρούκος = ο άξεστος – ο βάρβαρος – ο μπουμπούνας.
Γιοματάρι (το) = το βαγένι με το νέο κρασί
Γιορντάνι (το) = περιδέριο με ακριβά νομίσματα
Γιούρτα (η) = αμάνικο γυναικείο πανωφόρι.
Γκάβαλο = η κοπριά του αλόγου – του γαϊδάρου.
Γκαβίζω =  αλληθωρίζω
Γκαλντερίμι (το) = το λιθόστρωτο δρομάκι
Γκαγκάνα = το μεγάλο κεφάλι.
Γκανιάζω = διψάω πολύ – κορυζιάζω
Γκαρδιακός, (ο) = 1ο ο καλός και αληθινός φίλος. 2ο Ο άρρωστος από καρδιά
Γκαρίζω = τραγουδάω φάλτσα (σαν τον γάιδαρο).
Γκεσέμι = το μουνουχισμένο τραγί η κριάρι – οδηγός του κοπαδιού με το μεγαλύτερο τσοκάνι ή κουδούνι.
Γκιόσα = (η) μαύρη γίδα με δυο άσπρες ρίγες στο πρόσωπο η άσπρη κοιλιά 2) η μεγαλωμένη και άκαρπη γυναίκα.
Γκιόσος = μαύρο μουλάρι
Γκλάβα,(η) = χοντροκέφαλο, «δεν κατεβάζει (ιδέες) η γκλάβα του» 
Γκλαβουτσιά η αγκλαβουτσιά = είδος δέντρου.
Γκλαφουνάω = αλυχτάω, ζητώ κάτι με κλάματα
Γλάρα (η) = νύστα
Γλέπω = βλέπω ( παράφραση)
Γλήγορα = γρήγορα( παράφραση)
Γλιέπω = βλέπω ( παράφραση)
Γλύνα (η) =μαλακό κοκκινωπό χώμα με άργιλο.
Γκλίτσα:  Ποιμενική κυρτή σκαλιστή λαβή με περίτεχνη ξύλινη διακόσμηση που εφαρμόζει σε ραβδί. 
Γκορτσιά, γκοριτσιά  (η) = η  αγριαπηδιά, αγραπηδιά, αγριοαχλαδιά (δένδρο), καρποφορεί  μικρά και σληρά νόστιμα αχλάδια
Γκράς = 1ο  είδος όπλου 2ο  «είσαι γκράς» δεν παίρνεις μπρος  με τίποτα.3ο  Ο σταθερός και ευθύς χαραχτήρας
Γρασκελάω =  πηδάω, δρασκελάω
Γρέκι = το καλύβι του τσοπάνη.
Γκριτζιανάω = γρατζουνάω – γδάρσιμο από νύχια., (ηχοποίητη)
Γκριμπίθα = ξερό ξύλο από ξύλο βελανιδιάς.
Γνατώνω, γνάτι = πεισμώνω – πείσμα- θυμός
Γνέθω = μετατρέπω το μαλλί με την ρόκα σε νήμα
Γνέμα (το) = το νήμα
Γνεύω = κάνω νεύμα, έγνεψα = έκανα νεύμα
Γομάρι (το) =φορτίο
Γόνα (το)= γόνατο.
Γούβης (ο) = 1ο νυχτοπούλι.  2ο βρισιά
Γουδί = ξύλινο ή μπρούτζινο πλατύστομο σκεύος με μορφή αντεστραμμένου  κώδωνα για πολτοποίηση με το γουδοχέρι καρπών (μύγδαλα, καρύδια κ.λ.π.)
Γκαρδαμώνω = δυναμώνω – ανάρρωση
Γουδοχέρι = ξύλινος κόπανος για το χτύπημα τροφών στο γουδί
Γουλί = το κούρεμα μέχρι τη ρίζα
Γουλίνια = πανάκια που έδεναν στο λαιμό των μωρών για να μην λερώνονται
Γούπατο, το = βουλιάζει ο τόπος
Γουλόζος = ο λαίμαργος και καλοφαγάς
Γουργουλάω = μου ανακατώνονται τα έντερα από την πείνα. (Mε γουργουλάει η κοιλιά)
Γουργούρι = πεντακάθαρα
Γουρλώνω = ανοίγω διάπλατα τα μάτια, θυμώνω
Γουρμάζω – γουρμάω = 1) ωριμάζω 2) θα σε γουρμάσω στο ξύλο, θα σε χτυπήσω πολύ.
Γουρμοφάγος (ο) = ο ωριμοφάγος
Γούρνα (η) = λακκούβα με βρόμικο νερό
Γουρνοσκατσίλα, η = η κοπριά του γουρουνιού, μεγάλη βρομιά, βρισιά
Γουρνοτσάρουχα = παπούτσια από δέρμα γουρουνιού.
Γράνα (η) = 1ο η στενή λωρίδα που χωρίζει τα χωράφια.2ο χαντάκι, αυλάκι
Γρέκι, το = το σπίτι του τσοπάνη
Γρίβα (η) = προβατίνα με άσπρο πρόσωπο.
Γρίβας = άλογο με σταχτί χρώμα.
Γρουμπούλι = στρογγυλός ακανόνιστος όγκος, « μεγάλα γρουμπούλια έχει ο χυλός»
Γρούσπη = λάσπη
Γρυ = (άκλιτο) δεν θέλω να ακούσω τίποτα.
Γύρος = πλατιά διακοσμητική  ταινία υφαντή, ριχτή για το τζάκι, το κρεβάτι κλπ.
Γυφτόπιασμα = (μετ) = ο βρομιάρης – ο παλιάνθρωπος – κατώτερης τάξης.
Γωνιά, η = το σημείο γύρω από την εστία του τζακιού.


Δ
Δαυλί = πίνω πολύ κρασί, μεθάω, «έγινα δαυλί»
Δασιά (τα) =πυκνά
Δεματικό (το) = τα στάχυα που δένουν τα χερόβολα
Δεματιάζω =  δένω σε δεμάτια « άλλος θερίζει και άλλος δεματιάζει»
Δεμοσιά (η) = παράφραση του δημόσια, του δημόσιου δρόμου
Δέντρο = ή βελανιδιά, ή δρυς
Δεντρογαλιά (η)= είδος φιδιού που ανεβαίνει στα δέντρα
Δένω = γίνομαι παχύρευστος, έδεσε το γλυκό
Δέση = η δέση του μύλου, το σημείο που διοχετεύετε το νερό στο αυλάκι
Δεφτέρι ή τεφτέρι (το) = τετράδιο για σημείωση χρεών.
Διαβολεύω = γρουσουζεύω με αποτέλεσμα να πηγαίνουν όλα στραβά
Διάζω = φτιάχνω το διασίδι (στημόνι) για την ύφανση.
Διακονιάρης (ο) = ο ζητιάνος
Διάσελο,το = ξέφωτο στο ύψωμα, «βγήκα ψηλά στο διάσελο»
Διασουρίζω = γυρνώ από δω και από εκεί άσκοπα
Διάστρα, (η) = καλαμίσρα, σύνεργο υφαντικής, ισιάστρα.
Διάτανος (ο) = ο διάβολος, ο σατανάς «σύρε στο διάτανο»
Διβολίζω = οργώνω για δεύτερη φορά κάθετη προς την πρώτη, διβόλισμα
Δικριάνι = δίκρανον (δύο κεφάλια), γεωργική περόνη ξύλινη ή σιδερένια με 2  ή περισσότερα δόντια, εργαλείο σε σχήμα πιρουνιού για το λίχνισμα στο αλώνι, και το μάζεμα του σανού
Δικολάβος (ο) = δικηγόρος, διπλωμάτης στο δικαστήριο
Δίμιτος = με διπλό μιτάρι
Διμούτσουνος = διπρόσωπος
Διπλάρι = τα δίδυμα ζώα
Δίπλατα (τα) = ωμοπλάτη, πλευρά
Διαγκιά, δαγκιά = δαγκωνιά
Δισάκια =  υφαντοί ενωμένοι σάκοι πού κρεμούσαν στον ώμο για την σπορά με τα δύο χέρια
Διφόρια,τα =δέντα που καρποφορούν δύο φορές το χρόνο
Διχάλα (η) = διχαλωτό ξύλο
Δόγα, δούγα (η) = η ταύλα του βαρελιού, βαρελοσανίδα
Δόλιος (α,ο) = δόλιος, ο φτωχός και αξιολύπητος άνθρωπος
Δοξαπατρί (το) = το μέτωπο, κατακούτελα
Δραγάτα (η) = πρόχειρη καλύβα από καλάμια ή κλαδιά, συνήθως πάνω σε δέντρο. Απ’ αυτήν φύλαγε ο δραγάτης τα αμπέλια
Δραγάτης (ο) = ο αμπελοφύλακας
Δραγουμάνος = ο άρχοντας, ο αγγελιοφόρος, το αφεντικό
Δραπέτ(σ)ι = (για το ξύδι) πολύ δυνατό
Δρεπάνι = εξάρτημα  (εργαλείο) θερισμού με κυρτή  μεγάλη λεπίδα
Δριμόκολα = στενάχωρα, πολύ δύσκολα, στριμόκολα
Δριμόνι (το) = μεγάλο κόσκινο για τον καθαρισμό του γεννήματος (σιταριού) στο αλώνι. Δριμονίζω = κοσκινίζω
Δρούγα (η) = το αδράχτι, η βέργα που τυλιγόταν η κλωστή από το γνέψιμο του μαλλιού
Δροτσίλα = εξάνθημα
Δρυμός (η,ο) = ο σκληρός, ο καυστικός
Δώθε = από εδώ. Αντίθετο: κείθε

Ε
Έγαξα,έγκαξα = δίψασα πολύ, κορύζιασα, κορίτζασα
Έρριζα = κοντά στη ρίζα
Έγκωμος = παχύς, δυσκίνητος, ευτραφής  
Εγκώνω = λιγώνω «έφαγα πολύ γλυκό και έγκωσα»
Εδεκεί = εκεί πέρα, ακριβώς εκεί, επιτόπου
Εδεφτού = εκεί ακριβώς
Εδεκείλια = εκεί πέρα ακριβώς
Εδωπάλια,εδωπά = εδώ ακριβώς
Έλαχε = έτυχε
Είμαι να = έχω σειρά, είσαι να…,θέλω να…
Είναιτος  = υπάρχει,ζει
Εμπατή, (η) = είσοδος
Ενατί = πολύ λίγο «Δός μου ενατί»
Έντος (-η-ο) και έντοσγια, έντηγια, έντογια = νάτος, νάτη, νάτο.
Εξετάζω = είμαι προληπτικός, «το εξετάζει δεν δανείζει»
Εξαποδώ (ο) = ο διάβολος
Εξηνταβελώνης,ο =  ο τσιγκούνης, ο σπαγκοραμμένος
Επρόγκιξα = τρόμαξα και έφυγα τρέχοντας
Ερμολόι =  χαμένο, έρημο «το ‘χασα το ερμολόι
Ψες, (εψές) = χθές βράδυ «εψές το βράδυ»
Επροχτές = προχθές
Έργατα = ξυλάχερα, ξύλινη κατασκευή από ραβδιά για την τοποθέτηση άχερων
Έργος = αυτό που αναλογεί στον καθένα να σκάψει, να θερίσει κ.λ.π
Έστησε =  μετά το μάρκαλο συνέλαβε
Έσουρε = ξεγλίστρησε
Ετότε, ετότενες = τότε
Ευτού = εδώ    
Ευτούνος-η-ο = αυτός-η-ο
Ευτουνού = αυτού εδώ
Εκεινού = αυτού εκεί

Ζ, ζ
Zα (τα) = τα ζώα
Zαβλακωμένος, ζαμπλάκωμένος = ο ζαλισμένος
Ζαβός = στραβός, στριμμένος, ανάποδος
Ζαβρακιασμένος = ο ζαρωμένος
Ζαγάρι (το) = κυνηγετικό σκυλί
Ζακόνι,(το) = συνήθεια, ελάττωμα
Ζάλα(η) = το φορτίο από ξύλα στους ώμους
Ζαλιά(η) = το φόρτωμα στην πλάτη
Ζαλώνω = φορτώνομαι
Ζαμάνια = μεγάλη χρονική περίοδος «χρόνια και ζαμάνια…»
Ζαμπλαρίκος = ο  τσιγαρισμένος τραχανάς
Ζάπισμα(το) = το πάλεμα, το χτύπημα
Ζαπώνω = καταλαμβάνω κάτι αυθαίρετα, πιάνω
Ζεβζέκης (ο) = ο σκανταλιάρης
Ζεματάω = 1.(μεταφορικά) χτυπάω κάποιον «κάτσε φρόνιμα γιατί θα σε ζεματίσω», 2. βράζω καίω «το φαί  ζεματάει», είμαι ζεστός, υπερθερμαίνομαι
Ζεματιέμαι = υποφέρω από το κατακράτημα ούρων ή γάλακτος «η γίδα ζεματίστηκε απ’ το πολύ γάλα»
Ζεμπερέκι = εξωτερικός μηχανισμός ξυλόπορτας που σηκώνεται με το πάτημα του μεγάλου δάχτυλου, χερούλι, πόμολο
Ζερζέκι =  δύστροπος, πειραχτήρι
Ζερζεβούλης, (ο) = ένας από τους πανέξυπνος διαβόλους
Ζευγάρι (το) = το όργωμα, ζευγάρι ζώων που όργωναν
Ζευγολάτης (ο) = ο γεωργός
Ζεύλα (η) = 1.γυριστό ξύλο σε σχήμα U που συνδέεται με τον ζυγό και περιβάλλει τον τράχηλο του ζώου, 2.δύστροπο ζώο
Ζευλώνω = ζεύω, παντρεύω   
Ζέχνω = 1) βρωμάω  2) τον βάζω με την βία στη δουλειά «τον ζέγνω στη δουλειά»
Ζυγώνω = πλησιάζω
Ζιούμπα, ζούμπα = η καμπούρα
Ζούδι (το) = το άγριο ζώο, ο ακοινώνητος
Ζουμπός = ο καμπούρης
Ζουλάπι = 1) άγριο ζώο, το αγρίμι 2) ο κουτοπόνηρος
Ζουπακιάζω = ζουπάω, πιέζω, χτυπάω
Ζούπατος = βυθισμένος, βουλιαγμένος
Ζυάζω = ζυγιάζω, ζυγίζω
Ζυγούρι = αρνί δύο χρονών
Ζιλές ή ζηλές (ο) = το πουλόβερ(πλεχτό)
Ζουλάπι,  (το)=  άγριο αρπαχτικό τσακάλι, λύκος ή αλεπού.
Ζουλάω = σπρώχνω
Ζουνάρ = η ζώνη
Ζούνι (το) = το γουρούνι
Ζούνα μου = μαύλισμα γουρουνιού
Ζουπάω = 1.ζουλάω, πιέζω ασφυκτικά 2.χτυπάω ζούπια = χτυπημένα, μαυρισμένα
Ζυγάλετρα (τα) = τα εργαλεία του οργώματος
Ζυγιά, (η) = το ζεύγος, η δημοτική ορχήστρα
Ζυγούρι,  (το)=Πρόβατο που μόλις έχει περάσει το πρώτο έτος της ηλικίας του.
Ζυγός = Εγκάρσιο ξύλο για το αλέτρι, όπου ζεύονται τα ζώα
Ζυγώνω = πλησιάζω
Ζωνάρι = γκρεμός, στενή χαράδρα
Ζωντανά,  (τα) = Τα γιδοπρόβατα, τα πράματα.
Ζωντόβολο =  ζώο, βρισιά


Η,η

Zα (τα) = τα ζώα
Zαβλακωμένος, ζαμπλάκωμένος = ο ζαλισμένος
Ζαβός = στραβός, στριμμένος, ανάποδος
Ζαβρακιασμένος = ο ζαρωμένος
Ζαγάρι (το) = κυνηγετικό σκυλί
Ζακόνι,(το) = συνήθεια, ελάττωμα
Ζάλα(η) = το φορτίο από ξύλα στους ώμους
Ζαλιά(η) = το φόρτωμα στην πλάτη
Ζαλώνω = φορτώνομαι
Ζαμάνια = μεγάλη χρονική περίοδος «χρόνια και ζαμάνια…»
Ζαμπλαρίκος = ο  τσιγαρισμένος τραχανάς
Ζάπισμα(το) = το πάλεμα, το χτύπημα
Ζαπώνω = καταλαμβάνω κάτι αυθαίρετα, πιάνω
Ζεβζέκης (ο) = ο σκανταλιάρης
Ζεματάω = 1.(μεταφορικά) χτυπάω κάποιον «κάτσε φρόνιμα γιατί θα σε ζεματίσω», 2. βράζω καίω «το φαί  ζεματάει», είμαι ζεστός, υπερθερμαίνομαι
Ζεματιέμαι = υποφέρω από το κατακράτημα ούρων ή γάλακτος «η γίδα ζεματίστηκε απ’ το πολύ γάλα»
Ζεμπερέκι = εξωτερικός μηχανισμός ξυλόπορτας που σηκώνεται με το πάτημα του μεγάλου δάχτυλου, χερούλι, πόμολο
Ζερζέκι =  δύστροπος, πειραχτήρι
Ζερζεβούλης, (ο) = ένας από τους πανέξυπνος διαβόλους
Ζευγάρι (το) = το όργωμα, ζευγάρι ζώων που όργωναν
Ζευγολάτης (ο) = ο γεωργός
Ζεύλα (η) = 1.γυριστό ξύλο σε σχήμα U που συνδέεται με τον ζυγό και περιβάλλει τον τράχηλο του ζώου, 2.δύστροπο ζώο
Ζευλώνω = ζεύω, παντρεύω   
Ζέχνω = 1) βρωμάω  2) τον βάζω με την βία στη δουλειά «τον ζέγνω στη δουλειά»
Ζυγώνω = πλησιάζω
Ζιούμπα, ζούμπα = η καμπούρα
Ζούδι (το) = το άγριο ζώο, ο ακοινώνητος
Ζουμπός = ο καμπούρης
Ζουλάπι = 1) άγριο ζώο, το αγρίμι 2) ο κουτοπόνηρος
Ζουπακιάζω = ζουπάω, πιέζω, χτυπάω
Ζούπατος = βυθισμένος, βουλιαγμένος
Ζυάζω = ζυγιάζω, ζυγίζω
Ζυγούρι = αρνί δύο χρονών
Ζιλές ή ζηλές (ο) = το πουλόβερ(πλεχτό)
Ζουλάπι,  (το)=  άγριο αρπαχτικό τσακάλι, λύκος ή αλεπού.
Ζουλάω = σπρώχνω
Ζουνάρ = η ζώνη
Ζούνι (το) = το γουρούνι
Ζούνα μου = μαύλισμα γουρουνιού
Ζουπάω = 1.ζουλάω, πιέζω ασφυκτικά 2.χτυπάω ζούπια = χτυπημένα, μαυρισμένα
Ζυγάλετρα (τα) = τα εργαλεία του οργώματος
Ζυγιά, (η) = το ζεύγος, η δημοτική ορχήστρα
Ζυγούρι,  (το)=Πρόβατο που μόλις έχει περάσει το πρώτο έτος της ηλικίας του.
Ζυγός = Εγκάρσιο ξύλο για το αλέτρι, όπου ζεύονται τα ζώα
Ζυγώνω = πλησιάζω
Ζωνάρι = γκρεμός, στενή χαράδρα
Ζωντανά,  (τα) = Τα γιδοπρόβατα, τα πράματα.
Ζωντόβολο =  ζώο, βρισιά


H
 
Ήρα, (η) = ζιζάνιο που προσβάλλει τα δημητριακά
Hμεράδι (το) = είδος βελανιδιάς (ρουπάκι)
Ημιπληγία = εγκεφαλικό, παράλυση κατά το ήμισυ
Ήρθε – ήρθε = Ήρθε – ήρθε και έγινε το καλαμπόκι
Ήσκα = μύκητας από τα δέντρα εύφλεκτος που τον χρησιμοποιούσαν για το άναμμα του τσιγάρου με το χτύπημα του πριόβολου (πυριόβολου) στην στουρναρόπετρα
Ηύρα = βρήκα



Θ
Θάμα (το) = θαύμα
Θαμπίζω = βλέπω λίγο
Θαμπό = αμυδρό
Θανατικό (το) = θανατηφόρα επιδημία
Θ(φ)ανατικός (ο) = φανατικός
Θαρρώ = voμίζω
Θεοβούνι = το μεγάλο λιθάρι, ή μεγάλη πέτρα
Θειακούλα (η) = η θειά, θείτσα
Θελά= ήθελα
Θέλημα (το) = εξυπηρέτηση άνευ αμοιβής
Θελός(η,ο) = θολός
Θεριακωμένος = δυνατός, υπερφυσικός
Θεριό (το) = το θηρίο
Θεριστής = ο Ιούνιος
Θερμαίνομαι = κρυώνω
Θέρμη (η) = ρίγος, πυρετό
Θεμωνιά, (η)= όλος ο σωρός των χερόβολων και δεματιών της καλλιέργειας των σταχιών. Θημών = σωρός
Θηκάρι = ξύλινη θήκη για ξίφος ή μαχαίρι     
Θηλυκώνω = κουμπώνω, θηλυκώνω το σακάκι
Θηκιάζω = ταχτοποιώ, σπρώχνω, «θηκιάζω τα άχυρα στο σακί»
Θόλος =  εσωτερικό του τρούλου, του φούρνου
Θράκα = αναμμένα κάρβουνα
Θράσιος, (ο) = τελειωμένος, χαραμισμένος  
Θρέμμα, (το) = στοιχείο ιθαγένειας συνημμένο πάντοτε με το γέννημα «γέννημα θρέμμα από το τάδε...»
Θρουνίζουμαι =θρονίζομαι, καθημαι σε θρόνο. «Κοίταξε που πήγε και θρονίστικε» κάθισε σε θέση που δεν του ανήκε
Θρούμπι = 1) το θυμάρι 2) το πολύ κάψιμο, το ξέραμα του φυτού «ο πάγος τα ‘κανε θρούμπι »
Θρύψαλα (τα) =  μικρά σπασμένα κομματάκια
Θυγατέρα (η) = η κόρη, η βάϊζα
Θυμητικό           = μνήμη εvθυμητικόv, θυμητικό, ισχυρή μνήμη
Θυμίαμα (η) = το θυμίαμα, το άρωμα (καπνός) του λιβανιού «δεν δίνει του διαβόλου του θυμίαμα» λέγεται για τον φιλάργυρο
Θυμιατό (το) =  μεταλλική κουδουνίστρα με αλυσίδες που στο κάτω μέρος καίγεται το λιβάνι,  Θυμιατήρι  «Τί έχει  και τι δεν έχει το θυμιατό θα του δείξει»  για το θάνατο
Θωρώ = θεωρώ, βλέπω

Ι
Ίγγλα = η δερμάτινη ζώνη που δένει και συγκρατεί το σαμάρι, «λύθηκε η ίγγλα, γύρισε το σαμάρι»
Ιδιανός, (ο) = ο ίδιος
Ιδώματα,(τα) = να ιδωθούν(χρησιμοποιούνται στα συνοικέσια)
Ινάτι,ιγνάτι (το) = πείσμα, καπρίτσιο
Ίσια = επίρρημα ποσοτικό = πολύ λίγο, μόλις «ίσα που πρόλαβε»
Ίσκα (η) =  εύφλεκτος μύκητας από τα δέντρα που τον χρησιμοποιούσαν για το άναμμα του τσιγάρου ή φωτιάς. Με το χτύπημα του πριόβολου (πυριόβολου) στην στουρναρόπετρα δημιουργούντο σπίθες.
Ιτιά, (η ιτέα) = υδρόφιλο δέντρο κοντού αναστήματος.
Read more... 👆
Google Ads | Το κάθε κλίκ μετράει